Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

deficit financing


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο financing παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: deficit
Σε αυτή τη σελίδα: financing, finance

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
financing n (obtaining, supplying of funds) (απόκτηση πόρων)χρηματοδότηση ουσ θηλ
 We need to carefully plan some fund-raisers for the financing of the project.
 An anonymous donor has volunteered to be responsible for the financing of the project.
financing n (funds, financial resources) (πόροι)χρηματοδότηση ουσ θηλ
 We need to calculate the budget and look carefully at the financing before we begin the project.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
finance n (business: money management)χρηματοοικονομικά ουσ ουδ πλ
 Ryan studied finance and accounting at school.
 Ο Ράυαν σπούδασε χρηματοοικονομικά και λογιστική στο πανεπιστήμιο.
finance n (monetary support, funding)χρηματοδότηση ουσ θηλ
 The company director went to the bank to try to raise the finance for his new project.
 Ο διευθυντής της εταιρείας πήγε στην τράπεζα σε μια προσπάθεια να βρει χρηματοδότηση για το νέο του πρότζεκτ.
finance,
Finance
n
colloquial (department)οικονομικό τμήμα επίθ + ουσ ουδ
 The board ran the project idea by finance to see if funding was feasible.
 Το συμβούλιο παρουσίασε την ιδέα του πρότζεκτ στο οικονομικό τμήμα για να δουν αν η χρηματοδότηση ήταν εφικτή.
finances npl (business: monetary situation)οικονομικά ουσ ουδ πλ
 The company's finances were in very bad shape.
 Τα οικονομικά της εταιρείας ήταν σε πολύ κακή κατάσταση.
finances npl (household income and budgeting)οικονομικά ουσ ουδ πλ
 Karen handled the family's finances.
 Η Κάρεν διαχειριζόταν τα οικονομικά της οικογένειας.
finances npl (personal monetary situation)οικονομικά ουσ ουδ πλ
 I'd love to buy a new car but my finances aren't good right now.
 Θα ήθελα να αγοράσω ένα καινούριο αυτοκίνητο αλλά τα οικονομικά μου δεν είναι καλά τώρα.
finance [sth] vtr (pay for with a loan)πληρώνω ρ μ
  (κατά λέξη)πληρώνω με χρηματοδότηση
 Erin financed her new car through the bank.
 Η Έριν πλήρωσε το νέο της αυτοκίνητο μέσω τραπέζης.
finance [sth] vtr (company: fund)χρηματοδοτώ ρ μ
 The company financed a huge smear campaign against a competitor.
 Η εταιρεία χρηματοδότησε μια τεράστια καμπάνια λασπολογίας κατά ενός ανταγωνιστή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
financing | finance
ΑγγλικάΕλληνικά
self-financing n (use of own resources)αυτοχρηματοδότηση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση deficit financing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «deficit financing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!